- λεμφοκοκκιωμάτωση
- ηιατρ. γενική ονομασία διαφόρων παθήσεων, οι οποίες χαρακτηρίζονται από υπερπλασία τών ιστών τών λεμφογαγγλίων και συνοδεύονται, συχνά, από αύξηση τού όγκου τους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεμφ(ο)- — α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται η λ. λέμφος σε πολλούς ιατρικούς όρους οι οποίοι αναφέρονται στη λέμφο. Οι όροι αυτοί είναι αποδόσεις στην ελλ. ελληνογενών ξένων όρων, που εμφανίζουν ως α συνθετικό lymp(o) < λατ. lympha < αρχ. λατ.… … Dictionary of Greek
αφροδίσια νοσήματα — Έτσι ονομάζονται κυρίως οι τρεις μολυσματικές ασθένειες σύφιλη, βλεννόρροια και μαλακό έλκος που προσβάλλουν συνήθως το ουρογεννητικό σύστημα και μεταδίδονται με τη συνουσία. Στα α.ν. κατατάσσονται ακόμη και τα κονδυλώματα, ο έρπις των γεννητικών … Dictionary of Greek